ζωογλυφος

ζωογλυφος
    ζῳογλύφος
    ζῳο-γλύφος
    (ῠ) ὅ ваятель, скульптор Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ζωογλυφος" в других словарях:

  • ζωογλύφος — ο (Α ζωογλύφος) γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωδιογλύφος — ζῳδιογλύφος, ον (Α) ζωογλύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»